- ἀγαλματοποιίας
- ἀγαλματοποιίᾱς , ἀγαλματοποιίαsculptor's artfem acc plἀγαλματοποιίᾱς , ἀγαλματοποιίαsculptor's artfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
ζώδιο — το (AM ζῴδιον και ζωΐδιον, Μ και ζῳδείον) κάθε ένα από τα δώδεκα ίσα τμήματα τού ζωδιακού κύκλου, τα οποία φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα ζώων νεοελλ. 1. μικρό ζώο, ζωάριο 2. η μοίρα, το μοιραίο, το γραφτό κάποιου («γεννήθηκε σε κακό ζώδιο»)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek